Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΣ vs ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ


Μερικές σκόρπιες σκέψεις λίγες μέρες μετά την επέτειο τριών ετών από το ταξίδι του μέλιτος ελληνικής κυβέρνησης-Τρόικας στο Καστελόριζο…

Εδώ και 3 χρόνια ακούμε κραυγές για Χούντα, ξεπούλημα της Ελλάδας, προδότες, κυβέρνηση Τσολάκογλου κ.τ.λ. κι όμως στην πράξη δε σαλεύει φύλλο σχεδόν, όλοι μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί (τα μπλοκ του νέου εμφυλίου στην πολύπαθη χώρα μας) αντιμετωπίζουν το Μνημόνιο και τη συν αυτώ δανεικαή σύμβαση κάτι σαν συστατικό στοιχείο της καθημερινής μας (συν)ύπαρξης, οι μεν σαν ευλογία (οι μετριοπαθέστεροι σαν αναγκαίο κακό), οι δε σαν κατάρα (οι μετριοπαθέστεροι σαν φάρμακο που επιδεινώνει την ασθένεια). Σε αυτή την ιδιότυπη σύγκρουση με προβλεπτές (βλέπε εκκόλαψη του αυγού του φιδιού) και απρόβλεπτες οδυνηρές συνέπειες (ενδεχομένως και ανάδυση του φοίνικα από την τέφρα του), τάσσομαι υπέρ των αντιμνημονιακών, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από όσους διακηρύσσουν μετά βδελυγμίας οι «σύντροφοι» εδώ και 3 χρόνια. Να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι το Μνημόνιο δεν είναι απλώς ένα αναποτελεσματικό φάρμακο για να θεραπεύσει χρόνιες παθογένειες, αλλά ένα δηλητήριο που καταστέλλει κάθε μακροπρόθεσμη παραγωγική προοπτική της χώρας(το συγκεκριμένο Μνημόνιο, γιατί κάποιο Μνημόνιο δεδομένα χρειαζόταν σε μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα 24 δις ευρώ στα μέσα του 2009, για να χρηματοδοτείς το δημοσιονομικό σου εκτροχιασμό χρειάζεσαι με απλά μαθηματικά έσοδα από δανεισμό ή φόρους. Οι πιστωτές μας εκτοξεύοντας τα spreads στο θεό σχεδόν βέβαιοι ότι δε θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω στην ουσία εξώθησαν τη χώρα από το παιχνίδι των αγορών και μετατράπηκαν μετά από 30 χρόνια αμεριμνησίας και ανωνυμίας εν μια νυκτί σε τοκογλύφους. Όσο για φόρους, κλάψτα Χαράλαμπε. Βασιλιάδες της φοροδιαφυγής καταφερτζήδες που ενσαρκώνουν το μύθο του φτωχού πλην άτιμου Καραγκιόζη και αυτοκράτορες της φοροαποφυγής μεγαλοκαρχαρίες που εκφράζουν διεθνιστικές τάσεις και οικουμενική συνείδηση μέσω offshore εταιριών).

Στο συγκεκριμένο κείμενο θα προσπαθήσω να αναιρέσω δομικά στοιχεία της τριετούς αντιμνημονιακής ρητορείας (κι ενίοτε υστερίας) και να ρίξω φως στις πιο σκοτεινές σελίδες του Μνημονίου, οι οποίες εν μέσω οικονομικής εξαθλίωσης, κοινωνικού αυτοματισμού και υποβάθμισης της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος περνάνε συχνά στα ψιλά των περισπούδαστων αναλύσεων (δεν διεκδικώ δάφνες αυθεντίας, ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη αν και η δική μου ανάλυση πάσχει από σύνδρομο βαθυστοχασμού, η διαφωνία είναι η θαλερή ρίζα της δημοκρατίας, ο δογματισμός είναι τα μαραμένα φύλλα της)… Στην προσπάθειά μου να αναιρέσω τα επιχειρήματα του αντιμνημονιακού μπλοκ, θα φανεί ξεκάθαρα η πολύ βαθύτερη αντίθεσή μου με το μνημονιακό μπλοκ…

Πρώτη δαιμονοποίηση του Μνημονίου η μείωση μισθών και συντάξεων. Σε μια καπιταλιστική οικονομία οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα είναι συνάρτηση των θεμελιωδών νόμων της αγοράς, της προσφοράς και ζήτησης στην εγχώρια αγορά και στο ισοζύγιο πληρωμών (κέρδος ή ζημία από εισαγωγές κι εξαγωγές) ως προς τη θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά. Με δεδομένο το τραγικό ισοζύγιο πληρωμών (της υπαρκτής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και όχι των παραγωγικών δυνατοτήτων οι οποίες είναι προβλέψεις κι όχι δεδομένα) οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα ήταν λογικό να υποστούν καθίζηση. Η τραγωδία έγκειται στο ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση στην μετά το 2008 κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και αποδόμηση των νεοφιλελεύθερων πρακτικών του υπερδιογκωμένου χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου προηγήθηκε η χρεοκοπία του κράτους (του δημόσιου τομέα) και ακολούθησε αναπόφευκτα το γκρέμισμα του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού (των θαλασσοδανείων, των φοροαπαλλαγών, των κουμπάρων, των υπερδανεισμένων με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου). Η χρεοκοπία του δημόσιου τομέα ήταν δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε τρομακτική μείωση των δημοσίων δαπανών, άρα και μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεων, καθώς τα χρεοκοπημένα ασφαλιστικά ταμεία έχουν κάθε μήνα ανάγκη την αιμοδοσία της κρατικής μηχανής (δυστυχώς θυσιάστηκαν τα αναπτυξιακά προγράμματα δημόσιων επενδύσεων προς όφελος των πολυτελών λειτουργικών δαπανών, δυστυχώς κόπηκαν οριζόντια οι αποδοχές των χαμηλόμισθων και των ρετιρέ του Δημοσίου, δυστυχώς εκλέχτηκαν οι ίδιοι άνθρωποι που δημιούργησαν την κρίση σε θέσεις-κλειδιά ως «σωτήρες»). Επομένως παρά τις τεράστιες αδικίες του εφαρμοζόμενου προγράμματος λιτότητας, η πτώση μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ήταν αναπόφευκτη. Αυτό που εξοργίζει είναι η διατήρηση των τιμών σε επίπεδα Βρυξελλών την ώρα που οι μισθοί κυμαίνονται πλέον από Ισπανίας-Πορτογαλίας στα νορμάλ τμήματα του δημοσίου τομέα και Κροατίας στον ιδιωτικό τομέα. Σε αυτό συντέλεσε σίγουρα η τρομακτική αύξηση των φόρων, η μη απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων (όπως ευαγγελίζονται οι μνημονιακοί), ωστόσο παράλληλες αιτίες είναι η μη προώθηση αλληλέγγυων δικτύων οικονομίας που θα πατάξουν τα καρτέλ των μονοπωλίων και την διαβρωτική δύναμη των μεσαζόντων (π.χ. καθιέρωση του «κινήματος της πατάτας» από τους παραγωγούς στο σύνολο των ειδών πρώτης ανάγκης, μποικοτάζ από ενώσεις καταναλωτών σε επιχειρήσεις που ακολουθούν παρελκυστικές τακτικές νοθεύοντας τον ανταγωνισμό εφαρμόζοντας τακτικές price-fixing).

Δεύτερη δαιμονοποίηση του Μνημονίου, οι τοκογλύφοι που θέλουν να μας αγοράσουν φτηνά. Μια καραμέλα που αναμασάται δεξιά κι αριστερά και καταπίνει αμάσητη την πραγματικότητα. Καμιά χώρα του κόσμου σε περίοδο πτώχευσης δε δανειζόταν με τα χαμηλά επιτόκια και τους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής που προβλέπει το Μνημόνιο και μάλιστα όχι από αρπακτικά της Wall street αλλά από φορολογούμενους των χωρών της Ε.Ε. και των αναπτυσσόμενων κρατών του ΔΝΤ. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αναλάβαμε σωρεία υποχρεώσεων περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας (π.χ. εμπράγματες ασφάλειες) για να αποπληρώσουμε ένα χρέος που εξαρχής δεν ήταν βιώσιμο. Με λίγα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 και πέρα εμφανίζονται βέβαιες ότι θα εξοφλήσουν ένα χρέος που είναι αδύνατο να εξοφληθεί κι αντί να αναγγείλουν τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους με τη λογική του «ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα» και να ζητήσουν εξαρχής γενναίο κούρεμα από επενδυτές σε ελληνικά ομόλογα (ιδιώτες, στους οποίους μπορούσαμε να ισχυριστούμε «παίξατε και χάσατε») προτίμησαν για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος μιας αναγγελόμενης χρεοκοπίας (και με την τυπική βούλα, σήμερα η χρεοκοπία είναι ουσιαστική, αλλά η χώρα πορεύεται διασωληνωμένη) να μετατρέψουν το υψηλό δημόσιο χρέος προς ιδιώτες σε πιο υψηλό δημόσιο χρέος προς κράτη (δηλαδή προς άλλους λαούς) και η ευθύνη της διάσωσης μετακυλίστηκε από τις πλάτες των επενδυτών στις πλάτες καταθετών άλλων χωρών. Το να ονομάζουμε τοκογλύφους τους φορολογούμενους άλλων κρατών είναι εξίσου ανήθικο με τη μετατροπή του χρέους προς ιδιώτες σε χρέη προς κράτη χωρίς να ρωτηθούν ποτέ στην πραγματικότητα οι πολίτες αυτών των κρατών αν συναινούν ή όχι(οι αποφάσεις του ανομιμοποίητου αυθαίρετου Eurogroup επιβαλλόμενες στα εθνικά κοινοβούλια αποτελούν ομολογία υποταγής των κανόνων της δημοκρατίας στα κελεύσματα των αγορών).

Τρίτος και τελευταίος αντιμνημονιακός μύθος, «την κρίση οφείλουν να την πληρώσουν οι τράπεζες και όχι οι φορολογούμενοι». Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό οι τράπεζες τσουβαλιάζουν αδιακρίτως επενδυτές και καταθέτες, άρα το επιχείρημα «να πληρώσουν την κρίση οι τράπεζες» στην ουσία πλήττει μεταξύ άλλων αυτούς που υποτίθεται ότι προστατεύει, τους αποταμιευτές, τους μικροκαταθέτες. Το μοντέλο «εξυγίανση των τραπεζών με ίδιους πόρους και όχι με νέα κρατικά χρέη» επιχειρήθηκε να ακολουθηθεί στην Κύπρο και η αντίσταση του αντιμνημονιακού μπλοκ ήταν δικαίως πολύ μεγαλύτερη, κάτι που πρόκειται συνεπώς για καθ’όλα αντιφατική στάση. Αυτό που επείγει σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η διάκριση σε καταθέσεις και επενδύσεις και η υποχρέωση κάθε τράπεζας να διαθέτει ανά πάσα στιγμή το σύνολο των δηλωμένων καταθέσεων (π.χ. κάποιος πολίτης μπορεί να επιλέξει να καταθέσει 50000 ευρώ σε μια τράπεζα και να επενδύσει άλλες 50000 ευρώ. Οι 50000 ευρώ θα πρέπει να μείνουν ανέγγιχτες, ενώ οι υπόλοιπες 50000 ευρώ θα κριθούν, θετικά ή αρνητικά, από τις διαθέσεις της αγοράς). Το προσφιλές παράδειγμα της Ισλανδίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των χειμαζόμενων χωρών του Νότου για δυο απλούς λόγους (πρώτον, το γεγονός ότι ανήκουμε στην Ε.Ε., δηλαδή σε μια ένωση χωρών που έχουν αποδεχτεί την ελεύθερη κίνηση προσώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίων καθιστά αδύνατη τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας του χρήματος με τη μορφή καταθέσεων και δεύτερον το γεγονός ότι τα κράτη του Νότου είναι ελλειμματικά και σε δεινή θέση μες στις αγορές τα δυσχεραίνει αφάνταστα στο να εγγυηθούν τις καταθέσεις των πολιτών τους στις τράπεζες). Επίσης, αν κάποιος θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής, αυτό προϋποθέτει έξοδο από την Ευρωζώνη, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ώστε μέσω υποτιμήσεων να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα (εντός Ευρωζώνης είναι δυνατή μόνο η εσωτερική υποτίμηση κι όχι η υποτίμηση της αξίας του νομίσματος σε ένα μόνο κράτος-μέλος της).

Το μεγάλο στοίχημα πλέον παίζεται στο δίλημμα «πληθωρισμός ή ανεργία», για τους μνημονιακούς ο «εξω από δω» ακούει στο όνομα «πληθωρισμός», για τους αντιμνημοναικούς στο όνομα «ανεργία». Τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της αντιμετώπισης της ανεργίας (σπίτι και δουλειά είναι οι πυλώνες ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας), ωστόσο με έναν τρόπο που δε θα υπονομεύει το εργασιακό μέλλον των επόμενων γενιών (δηλαδή πάλι με εγκλωβισμό στα γρανάζια ενός πελατειακού κράτους ρουσφετιών και αναξιοκρατίας για την εξασφάλιση ενός πρόσκαιρου εκλογικού θριάμβου με πανάκριβο τίμημα τη χρεοκοπία των επόμενων γενιών). Τέλος στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» ξεκάθαρη απάντηση κανείς δε μπορεί να δώσει. Αν μπορούσε να μου εγγυηθεί κάποιος ότι την επαύριο της επιστροφής στη δραχμή, δε θα κυριαρχούσαν λαϊκίστικές κορώνες και σχέσεις κομματοκρατίας, οικογενειοκρατίας (κι όλες οι άλλες μορφές –κρατίας, εκτός της αξιοκρατίας), θα ήμουν ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής παρά της διατήρησης σε μια νομισματική ζώνη κρατών με εντελώς διαφορετικό πολιτικοοικονομικό υπόβαθρο (η Ε.Ε. προχωρά σαν τον κάβουρα, ξεκίνησε την ενοποίηση από το νόμισμα χωρίς να έχει εξασφαλίσει πολιτική, οικονομική ούτε καν τραπεζική ενοποίηση και στην πρώτη μεγάλη κρίση ο Νότος της καταρρέει ανοχύρωτος σαν χάρτινος πύργος). Η ελληνική μικροαστική κοινωνία και η βαλκάνια πολιτική τάξη που παριστάνει την ευρωπαϊκή δε μου αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας. Το λάθος ήταν ότι μπήκαμε με πλαστά στοιχεία εντελώς ανέτοιμοι να συγκρουστούμε με το παγόβουνο, δεύτερο λάθος ότι δεν προετοιμάστηκε ποτέ κανένα plan b για επιβαλλόμενο ή εθελούσιο grexit, τα υπέρ και τα κατά του να παραμείνουμε ή να φύγουμε ας τα σταθμίσει κάθε πολίτης με το βλέμμα στο μέλλον κι όχι αποκλειστικά στο παρόν με συνταγές παρελθόντος. Εξάλλου το ζήτημα που διακυβεύεται διαχρονικά δεν πρέπει να είναι η βραχυπρόθεσμη ευμάρεια ή η μακροπρόθεσμη ευημερία, αλλά η αυτονομία των λαών μέσα από δημοκρατικούς κανόνες διακυβέρνησης. Στο ψευτοδίλημμα «νεοφιλελευθερισμός» ή «λαϊκισμός» η απάντησή μας θα πρέπει να είναι «δημοκρατία»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου