Τρίτη 14 Μαΐου 2013

ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ ΣΤΟΝ ΖΩΝΤΑΝΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ


Από το κόκκινο στο χακί και αιώνια πιστοί στη διχαστική λογική του «μαύρο-άσπρο»… Εν ριπή οφθαλμού (ή μάλλον εν ριπή επόμενης δόσης) περάσαμε από τον κακοποιημένο μαρξισμό του «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» στην πιο ακραία εκδοχή του νομικού θετικισμού «ο νόμος είναι το δίκαιο» (κι ακόμα χειρότερα, το δίκιο ταυτίζεται με τη βούληση του εκάστοτε κυριάρχου που περιβάλλεται τη μπέρτα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας).

Κάθε νόμος ψηφισμένος στα πλαίσια μιας αστικής δημοκρατίας νεωτερικού τύπου φέρει στο DNA του τη σφραγίδα δυο δομικών συστατικών, σε θέση σώματος και ψυχής, αν θέλουμε να προσωποποιήσουμε κάτι εξ όψεως απρόσωπο που ρυθμίζει ένα ευρύ πλέγμα σχέσεων που αναδύονται στον καθημερινό βίο δισεκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο. Στη θέση του σώματος βρίσκεται η διαδικασία, ο τύπος, ο τρόπος εμφύτευσης του νόμου στο άγονο έδαφος των ιδιοτελών ενστίκτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Τη θέση της ψυχής καταλαμβάνει το περιεχόμενο, η ουσία, ο σκοπός εμφύτευσης του νόμου στο γόνιμο έδαφος των αλληλεπιδρώμενων κοινωνικών σχέσεων ως μια μορφή επιδιόρθωσής τους.

Οι σωματικές ουλές είναι ευχερέστερα διαπιστώσιμες από τις ψυχικές παθογένειες, επομένως πριν προβούμε στην  εξέταση των ενδόμυχων αμφισβητούμενων ζωνών της δικαιικής ρύθμισης, θα ήταν πιο δόκιμο να ελέγξουμε αν τυχόν υπάρχει κάποια αμυχή, κάποια ρωγμή στη διαδικασία με την οποία διεκδικεί ο νόμος την καταξίωσή του στη συνείδηση των κοινωνικών υποκειμένων. Δηλαδή, για να μην ακολουθούμε την πορεία του κάβουρα, πριν προβούμε στην αξιολόγηση του νόμου υπό την άγρυπνη, εξονυχιστική ματιά ενός πανανθρώπινου ιδεώδους δικαιοσύνης προηγείται ο αυτοέλεγχος, η αυτοαξιολόγηση η αυτοδέσμευση του νόμου από το κανονιστικό τελετουργικό που ο ίδιος επιτάσσει στον εαυτό του πριν σπάσει το κέλυφος. Πριν μπούμε συνεπώς στην κρίση του αν το νέο νομοσχέδιο για τους εκπαιδευτικούς ξεβολεύει τεμπέληδες, ιδιαιτεράκηδες προνομιούχους ή αν απαξιώνοντας τους λειτουργούς βάλλει το ίδιο το δημόσιο αγαθό της παιδείας, θα ήταν ζωτικής σημασίας να αναδείξουμε την παράνομη διαδικασία με την οποία επιχειρεί η κυρίαρχη κοινοβουλευτική πλειοψηφία να επιβάλλει τη δεσμευτικότητα της θέλησής της. Με το να χρησιμοποιεί μια αντισυνταγματική εις το τετράγωνο διαδικασία, την επιστράτευση (αντισυνταγματική εις το τετράγωνο, γιατί αφενός το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος προβλέπει περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις επίταξης εργασίας σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης, θεομηνίας, κινδύνου για τη δημόσια υγεία κι αφετέρου το κράτος καταστέλλει προληπτικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία, καθώς η απεργία δεν έχει καν κηρυχθεί, αποτελεί απλώς εξαγγελία ενός συνδικαλιστικού φορέα χωρίς να έχει παραγάγει μέχρι στιγμής το παραμικρό έννομο αποτέλεσμα) η κυβέρνηση αυτοαναιρεί την ίδια την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, υποσκάπτει δηλαδή τη διαδικασία που θέσπισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την παραγωγή κανόνων δικαίου άξιων υπακοής. Η παράνομη διαδικασία της επιστράτευσης καθιστά εξαρχής ανομιμοποίητο το νόμο, οπότε κάθε κουβέντα για το περιεχόμενο της δικαιικής ρύθμισης (το δίκαιο ή άδικο, το ηθικό ή ανήθικο, το ορθό ή το εσφαλμένο) καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Όσοι επιμένουν να κράζουν το περιεχόμενο της ρύθμισης, χωρίς να έχουν αφιερώσει ούτε έναν ψίθυρο για τη διαδικασία με την οποία επιβάλλεται η ρύθμιση στα κοινωνικά υποκείμενα, δε θέλουν να αντικρύσουν κατάματα ότι η λειτουργία του νόμου είναι βασικός δείκτης της ποιότητας μιας φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και κάθε κράτους δικαίου που σέβεται τον εαυτό του.
Θα χρησιμοποιήσω ένα φανταστικό παράδειγμα (ας ελπίσουμε όχι σκηνή από το εγγύς μέλλον) για να κάνω κατανοητό το συλλογισμό ότι ο αυτοέλεγχος της διαδικασίας του νόμου πρέπει να προηγείται του ελέγχου της ουσίας, της λεγόμενης ratio legis. Ας υποθέσουμε ότι ο Γ.Γ. της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής βγάλει διάταγμα από το Ζάππειο που προβλέπει φορολογικό σύστημα πλήρως εναρμονισμένο με τη συνταγματική επιταγή για αναλογική φορολογική ισότητα (άρθρο 4 παρ.5 Συντ). Σύμφωνα με όσους πιστεύουν ότι ο νόμος κρίνεται αποκλειστικά από το περιεχόμενό του, θα επρόκειτο για ένα εξαιρετικό νομοθέτημα, σπάνιας κοινωνικής ευαισθησίας. Τι είναι αυτό που μας καλεί σε ανυπακοή του συγκεκριμένου νομοθετήματος; Η ουσία των ρυθμίσεών του; Όχι, καθώς πρόκειται για καθ’ όλα συνταγματική ρύθμιση και μάλιστα ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Τα χείλη που εκστόμισαν το συγκεκριμένο διάταγμα; Όχι, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε έλεγχο των κοινωνικών φρονημάτων, των πεποιθήσεων ενός πολίτη, όσο αποκρουστικές κι αν μας φαίνονται αυτές. Μήπως η διαδικασία με την οποία επιχειρεί να δώσει πνοή στη ρύθμιση; Στην ανομιμοποίητη βάση θέσπισης του κανόνα δικαίου έγκειται ακριβώς η νομιμοποίηση της ανυπακοής μας σε αυτή την εξαγγελλόμενη ρύθμιση.

Η μεγαλύτερη κατάκτηση της αστικής δημοκρατίας μετά την επικράτηση των ιδεών του Διαφωτισμού είναι η καντιανή ιδέα της αυτονομίας, δηλαδή της ελευθερίας ως αυτοδέσμευσης (ότι δηλαδή κάθε πολιτικό υποκείμενο δεσμεύεται να υπακούει σε κανόνες, στη διαδικασία των οποίων έχει συμμετάσχει το ίδιο κι εφόσον αυτοί εναρμονίζονται με τις πρωταρχικές αξίες του Ορθού Λόγου, δηλαδή της ελευθερίας και της ισότητας). Ακόμα κι όσοι επιθυμούν ανατροπή της αστικής δημοκρατίας (σοσιαλισμός-κομμουνισμός), ακόμα κι όσοι έχουν ταυτίσει το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο με την αστική δημοκρατία (φιλελευθερισμός), ας κρατήσουν οι μεν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι χωρίς την αυτονομία καμιά κρίση περί δικαίου και αδίκου δεν είναι νομιμοποιημένη, αλλά θα άγεται και θα φέρεται από τις επιδιώξεις του εκάστοτε κυριάρχου (στη θέση της δικτατορίας της αγοράς η δικτατορία του προλεταριάτου), οι δε ας κατανοήσουν ότι όπου η αυτονομία είναι το δεδομένο το κατορθωτό ζητούμενο δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνική δικαιοσύνη (κι όχι την κοντόφθαλμη, καθαρά οικονομική-λογιστική έννοια της ευημερίας).
Δυστυχώς στις μέρες μας (σε όλη την καπιταλιστική Δύση, αλλά κυρίως στη χώρα μας) η αστική δημοκρατία βρίσκεται στην πιο απαξιωμένη φάση της ιστορίας της. Η αυτονομία από δεδομένο έχει μετατραπεί σε ελπιζόμενο ζητούμενο και σε μοναδικό δεδομένο αναδεικνύεται ο κοινωνικός αυτοματισμός, ένας χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων…

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΣ vs ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ


Μερικές σκόρπιες σκέψεις λίγες μέρες μετά την επέτειο τριών ετών από το ταξίδι του μέλιτος ελληνικής κυβέρνησης-Τρόικας στο Καστελόριζο…

Εδώ και 3 χρόνια ακούμε κραυγές για Χούντα, ξεπούλημα της Ελλάδας, προδότες, κυβέρνηση Τσολάκογλου κ.τ.λ. κι όμως στην πράξη δε σαλεύει φύλλο σχεδόν, όλοι μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί (τα μπλοκ του νέου εμφυλίου στην πολύπαθη χώρα μας) αντιμετωπίζουν το Μνημόνιο και τη συν αυτώ δανεικαή σύμβαση κάτι σαν συστατικό στοιχείο της καθημερινής μας (συν)ύπαρξης, οι μεν σαν ευλογία (οι μετριοπαθέστεροι σαν αναγκαίο κακό), οι δε σαν κατάρα (οι μετριοπαθέστεροι σαν φάρμακο που επιδεινώνει την ασθένεια). Σε αυτή την ιδιότυπη σύγκρουση με προβλεπτές (βλέπε εκκόλαψη του αυγού του φιδιού) και απρόβλεπτες οδυνηρές συνέπειες (ενδεχομένως και ανάδυση του φοίνικα από την τέφρα του), τάσσομαι υπέρ των αντιμνημονιακών, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από όσους διακηρύσσουν μετά βδελυγμίας οι «σύντροφοι» εδώ και 3 χρόνια. Να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι το Μνημόνιο δεν είναι απλώς ένα αναποτελεσματικό φάρμακο για να θεραπεύσει χρόνιες παθογένειες, αλλά ένα δηλητήριο που καταστέλλει κάθε μακροπρόθεσμη παραγωγική προοπτική της χώρας(το συγκεκριμένο Μνημόνιο, γιατί κάποιο Μνημόνιο δεδομένα χρειαζόταν σε μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα 24 δις ευρώ στα μέσα του 2009, για να χρηματοδοτείς το δημοσιονομικό σου εκτροχιασμό χρειάζεσαι με απλά μαθηματικά έσοδα από δανεισμό ή φόρους. Οι πιστωτές μας εκτοξεύοντας τα spreads στο θεό σχεδόν βέβαιοι ότι δε θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω στην ουσία εξώθησαν τη χώρα από το παιχνίδι των αγορών και μετατράπηκαν μετά από 30 χρόνια αμεριμνησίας και ανωνυμίας εν μια νυκτί σε τοκογλύφους. Όσο για φόρους, κλάψτα Χαράλαμπε. Βασιλιάδες της φοροδιαφυγής καταφερτζήδες που ενσαρκώνουν το μύθο του φτωχού πλην άτιμου Καραγκιόζη και αυτοκράτορες της φοροαποφυγής μεγαλοκαρχαρίες που εκφράζουν διεθνιστικές τάσεις και οικουμενική συνείδηση μέσω offshore εταιριών).

Στο συγκεκριμένο κείμενο θα προσπαθήσω να αναιρέσω δομικά στοιχεία της τριετούς αντιμνημονιακής ρητορείας (κι ενίοτε υστερίας) και να ρίξω φως στις πιο σκοτεινές σελίδες του Μνημονίου, οι οποίες εν μέσω οικονομικής εξαθλίωσης, κοινωνικού αυτοματισμού και υποβάθμισης της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος περνάνε συχνά στα ψιλά των περισπούδαστων αναλύσεων (δεν διεκδικώ δάφνες αυθεντίας, ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη αν και η δική μου ανάλυση πάσχει από σύνδρομο βαθυστοχασμού, η διαφωνία είναι η θαλερή ρίζα της δημοκρατίας, ο δογματισμός είναι τα μαραμένα φύλλα της)… Στην προσπάθειά μου να αναιρέσω τα επιχειρήματα του αντιμνημονιακού μπλοκ, θα φανεί ξεκάθαρα η πολύ βαθύτερη αντίθεσή μου με το μνημονιακό μπλοκ…

Πρώτη δαιμονοποίηση του Μνημονίου η μείωση μισθών και συντάξεων. Σε μια καπιταλιστική οικονομία οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα είναι συνάρτηση των θεμελιωδών νόμων της αγοράς, της προσφοράς και ζήτησης στην εγχώρια αγορά και στο ισοζύγιο πληρωμών (κέρδος ή ζημία από εισαγωγές κι εξαγωγές) ως προς τη θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά. Με δεδομένο το τραγικό ισοζύγιο πληρωμών (της υπαρκτής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και όχι των παραγωγικών δυνατοτήτων οι οποίες είναι προβλέψεις κι όχι δεδομένα) οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα ήταν λογικό να υποστούν καθίζηση. Η τραγωδία έγκειται στο ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση στην μετά το 2008 κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και αποδόμηση των νεοφιλελεύθερων πρακτικών του υπερδιογκωμένου χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου προηγήθηκε η χρεοκοπία του κράτους (του δημόσιου τομέα) και ακολούθησε αναπόφευκτα το γκρέμισμα του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού (των θαλασσοδανείων, των φοροαπαλλαγών, των κουμπάρων, των υπερδανεισμένων με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου). Η χρεοκοπία του δημόσιου τομέα ήταν δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε τρομακτική μείωση των δημοσίων δαπανών, άρα και μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεων, καθώς τα χρεοκοπημένα ασφαλιστικά ταμεία έχουν κάθε μήνα ανάγκη την αιμοδοσία της κρατικής μηχανής (δυστυχώς θυσιάστηκαν τα αναπτυξιακά προγράμματα δημόσιων επενδύσεων προς όφελος των πολυτελών λειτουργικών δαπανών, δυστυχώς κόπηκαν οριζόντια οι αποδοχές των χαμηλόμισθων και των ρετιρέ του Δημοσίου, δυστυχώς εκλέχτηκαν οι ίδιοι άνθρωποι που δημιούργησαν την κρίση σε θέσεις-κλειδιά ως «σωτήρες»). Επομένως παρά τις τεράστιες αδικίες του εφαρμοζόμενου προγράμματος λιτότητας, η πτώση μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ήταν αναπόφευκτη. Αυτό που εξοργίζει είναι η διατήρηση των τιμών σε επίπεδα Βρυξελλών την ώρα που οι μισθοί κυμαίνονται πλέον από Ισπανίας-Πορτογαλίας στα νορμάλ τμήματα του δημοσίου τομέα και Κροατίας στον ιδιωτικό τομέα. Σε αυτό συντέλεσε σίγουρα η τρομακτική αύξηση των φόρων, η μη απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων (όπως ευαγγελίζονται οι μνημονιακοί), ωστόσο παράλληλες αιτίες είναι η μη προώθηση αλληλέγγυων δικτύων οικονομίας που θα πατάξουν τα καρτέλ των μονοπωλίων και την διαβρωτική δύναμη των μεσαζόντων (π.χ. καθιέρωση του «κινήματος της πατάτας» από τους παραγωγούς στο σύνολο των ειδών πρώτης ανάγκης, μποικοτάζ από ενώσεις καταναλωτών σε επιχειρήσεις που ακολουθούν παρελκυστικές τακτικές νοθεύοντας τον ανταγωνισμό εφαρμόζοντας τακτικές price-fixing).

Δεύτερη δαιμονοποίηση του Μνημονίου, οι τοκογλύφοι που θέλουν να μας αγοράσουν φτηνά. Μια καραμέλα που αναμασάται δεξιά κι αριστερά και καταπίνει αμάσητη την πραγματικότητα. Καμιά χώρα του κόσμου σε περίοδο πτώχευσης δε δανειζόταν με τα χαμηλά επιτόκια και τους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής που προβλέπει το Μνημόνιο και μάλιστα όχι από αρπακτικά της Wall street αλλά από φορολογούμενους των χωρών της Ε.Ε. και των αναπτυσσόμενων κρατών του ΔΝΤ. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αναλάβαμε σωρεία υποχρεώσεων περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας (π.χ. εμπράγματες ασφάλειες) για να αποπληρώσουμε ένα χρέος που εξαρχής δεν ήταν βιώσιμο. Με λίγα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 και πέρα εμφανίζονται βέβαιες ότι θα εξοφλήσουν ένα χρέος που είναι αδύνατο να εξοφληθεί κι αντί να αναγγείλουν τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους με τη λογική του «ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα» και να ζητήσουν εξαρχής γενναίο κούρεμα από επενδυτές σε ελληνικά ομόλογα (ιδιώτες, στους οποίους μπορούσαμε να ισχυριστούμε «παίξατε και χάσατε») προτίμησαν για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος μιας αναγγελόμενης χρεοκοπίας (και με την τυπική βούλα, σήμερα η χρεοκοπία είναι ουσιαστική, αλλά η χώρα πορεύεται διασωληνωμένη) να μετατρέψουν το υψηλό δημόσιο χρέος προς ιδιώτες σε πιο υψηλό δημόσιο χρέος προς κράτη (δηλαδή προς άλλους λαούς) και η ευθύνη της διάσωσης μετακυλίστηκε από τις πλάτες των επενδυτών στις πλάτες καταθετών άλλων χωρών. Το να ονομάζουμε τοκογλύφους τους φορολογούμενους άλλων κρατών είναι εξίσου ανήθικο με τη μετατροπή του χρέους προς ιδιώτες σε χρέη προς κράτη χωρίς να ρωτηθούν ποτέ στην πραγματικότητα οι πολίτες αυτών των κρατών αν συναινούν ή όχι(οι αποφάσεις του ανομιμοποίητου αυθαίρετου Eurogroup επιβαλλόμενες στα εθνικά κοινοβούλια αποτελούν ομολογία υποταγής των κανόνων της δημοκρατίας στα κελεύσματα των αγορών).

Τρίτος και τελευταίος αντιμνημονιακός μύθος, «την κρίση οφείλουν να την πληρώσουν οι τράπεζες και όχι οι φορολογούμενοι». Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό οι τράπεζες τσουβαλιάζουν αδιακρίτως επενδυτές και καταθέτες, άρα το επιχείρημα «να πληρώσουν την κρίση οι τράπεζες» στην ουσία πλήττει μεταξύ άλλων αυτούς που υποτίθεται ότι προστατεύει, τους αποταμιευτές, τους μικροκαταθέτες. Το μοντέλο «εξυγίανση των τραπεζών με ίδιους πόρους και όχι με νέα κρατικά χρέη» επιχειρήθηκε να ακολουθηθεί στην Κύπρο και η αντίσταση του αντιμνημονιακού μπλοκ ήταν δικαίως πολύ μεγαλύτερη, κάτι που πρόκειται συνεπώς για καθ’όλα αντιφατική στάση. Αυτό που επείγει σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η διάκριση σε καταθέσεις και επενδύσεις και η υποχρέωση κάθε τράπεζας να διαθέτει ανά πάσα στιγμή το σύνολο των δηλωμένων καταθέσεων (π.χ. κάποιος πολίτης μπορεί να επιλέξει να καταθέσει 50000 ευρώ σε μια τράπεζα και να επενδύσει άλλες 50000 ευρώ. Οι 50000 ευρώ θα πρέπει να μείνουν ανέγγιχτες, ενώ οι υπόλοιπες 50000 ευρώ θα κριθούν, θετικά ή αρνητικά, από τις διαθέσεις της αγοράς). Το προσφιλές παράδειγμα της Ισλανδίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των χειμαζόμενων χωρών του Νότου για δυο απλούς λόγους (πρώτον, το γεγονός ότι ανήκουμε στην Ε.Ε., δηλαδή σε μια ένωση χωρών που έχουν αποδεχτεί την ελεύθερη κίνηση προσώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίων καθιστά αδύνατη τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας του χρήματος με τη μορφή καταθέσεων και δεύτερον το γεγονός ότι τα κράτη του Νότου είναι ελλειμματικά και σε δεινή θέση μες στις αγορές τα δυσχεραίνει αφάνταστα στο να εγγυηθούν τις καταθέσεις των πολιτών τους στις τράπεζες). Επίσης, αν κάποιος θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής, αυτό προϋποθέτει έξοδο από την Ευρωζώνη, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ώστε μέσω υποτιμήσεων να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα (εντός Ευρωζώνης είναι δυνατή μόνο η εσωτερική υποτίμηση κι όχι η υποτίμηση της αξίας του νομίσματος σε ένα μόνο κράτος-μέλος της).

Το μεγάλο στοίχημα πλέον παίζεται στο δίλημμα «πληθωρισμός ή ανεργία», για τους μνημονιακούς ο «εξω από δω» ακούει στο όνομα «πληθωρισμός», για τους αντιμνημοναικούς στο όνομα «ανεργία». Τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της αντιμετώπισης της ανεργίας (σπίτι και δουλειά είναι οι πυλώνες ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας), ωστόσο με έναν τρόπο που δε θα υπονομεύει το εργασιακό μέλλον των επόμενων γενιών (δηλαδή πάλι με εγκλωβισμό στα γρανάζια ενός πελατειακού κράτους ρουσφετιών και αναξιοκρατίας για την εξασφάλιση ενός πρόσκαιρου εκλογικού θριάμβου με πανάκριβο τίμημα τη χρεοκοπία των επόμενων γενιών). Τέλος στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» ξεκάθαρη απάντηση κανείς δε μπορεί να δώσει. Αν μπορούσε να μου εγγυηθεί κάποιος ότι την επαύριο της επιστροφής στη δραχμή, δε θα κυριαρχούσαν λαϊκίστικές κορώνες και σχέσεις κομματοκρατίας, οικογενειοκρατίας (κι όλες οι άλλες μορφές –κρατίας, εκτός της αξιοκρατίας), θα ήμουν ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής παρά της διατήρησης σε μια νομισματική ζώνη κρατών με εντελώς διαφορετικό πολιτικοοικονομικό υπόβαθρο (η Ε.Ε. προχωρά σαν τον κάβουρα, ξεκίνησε την ενοποίηση από το νόμισμα χωρίς να έχει εξασφαλίσει πολιτική, οικονομική ούτε καν τραπεζική ενοποίηση και στην πρώτη μεγάλη κρίση ο Νότος της καταρρέει ανοχύρωτος σαν χάρτινος πύργος). Η ελληνική μικροαστική κοινωνία και η βαλκάνια πολιτική τάξη που παριστάνει την ευρωπαϊκή δε μου αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας. Το λάθος ήταν ότι μπήκαμε με πλαστά στοιχεία εντελώς ανέτοιμοι να συγκρουστούμε με το παγόβουνο, δεύτερο λάθος ότι δεν προετοιμάστηκε ποτέ κανένα plan b για επιβαλλόμενο ή εθελούσιο grexit, τα υπέρ και τα κατά του να παραμείνουμε ή να φύγουμε ας τα σταθμίσει κάθε πολίτης με το βλέμμα στο μέλλον κι όχι αποκλειστικά στο παρόν με συνταγές παρελθόντος. Εξάλλου το ζήτημα που διακυβεύεται διαχρονικά δεν πρέπει να είναι η βραχυπρόθεσμη ευμάρεια ή η μακροπρόθεσμη ευημερία, αλλά η αυτονομία των λαών μέσα από δημοκρατικούς κανόνες διακυβέρνησης. Στο ψευτοδίλημμα «νεοφιλελευθερισμός» ή «λαϊκισμός» η απάντησή μας θα πρέπει να είναι «δημοκρατία»…